- μεθυστάς
- μεθυστάς, -άδος, ἡ (Α)1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμωνμεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. τού μεθυστής σχηματισμένος με το επίθημα -άς (πρβλ. θύστης —θυστάς)].
Dictionary of Greek. 2013.